ἁρπάξαν

ἁρπάξαν
ἁρπάζω
snatch away
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἅρπαξαν — ἅ̱ρπαξαν , ἁρπάζω snatch away aor ind act 3rd pl (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμαίθα — Εταίρα από τα Μέγαρα. Επειδή κάποτε την άρπαξαν μερικοί μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, οι Μεγαρείς για να εκδικηθούν, άρπαξαν με τη σειρά τους δύο εταίρες φίλες της Ασπασίας του Περικλή, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και… …   Dictionary of Greek

  • ανάρπαγος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν τον άρπαξαν, δεν τον έπιασαν ή δεν μπορούν να τον πιάσουν, άπιαστος, ασύλληπτος 2. αυτός που γίνεται βιαστικά, γρήγορος, απότομος (για κάποιον που τρώει, πίνει κ.λπ. βιαστικά) …   Dictionary of Greek

  • ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… …   Dictionary of Greek

  • νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… …   Dictionary of Greek

  • Άμφισσος — Μυθολογικό πρόσωποασιλιάς των Δρυόπων, γιοςτου Απόλλωνα και της Δρυόπης, την οποία ο Ανδραίμων νυμφεύτηκε έγκυο. Ο Ά. έχτισε την πόλη Οίτη κοντά στο ομώνυμο βουνόκαι ναό του πατέρα του Απόλλωνα, απ’ όπου οι Νύμφες άρπαξαν τη μητέρα του και την… …   Dictionary of Greek

  • Άνιοι ή Άννιοι — Μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια, που καταγόταν από τον βασιλιά των Ετρούσκων Άνιο, ο οποίος αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ποταμό Παρεούσιο (από τότε Ανιώνα), όταν οι αντίπαλοί του άρπαξαν την κόρη του Σαλία. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Ά. Α’ ο Βέρος. Ύπατος… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… …   Dictionary of Greek

  • Αριμασποί — Αρχαίος σκυθικός λαός μονοφθάλμων, κατά τον Ηρόδοτο, που τους τοποθετούσε στη σημερινή Σιβηρία· αναφέρει πως άρπαξαν από τους Γρύπες (φτερωτά τέρατα) χρυσάφι. O Στράβων λέει πως o ποιητής Αριστέας o Προκοννήσιος, που έζησε στις αρχές του 6ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”